- σεισοκέφαλος
- ὁ, Ααυτός που σείει, που κουνά το κεφάλι του.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ- τού σείω* + -κέφαλος (< κεφαλή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεισοκέφαλος — shaking the head masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισοκεφάλοις — σεισοκέφαλος shaking the head masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισοκεφάλου — σεισοκέφαλος shaking the head masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισοκεφάλους — σεισοκέφαλος shaking the head masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek